29.10.11

Να θυμηθώ. Να θυμάμαι.




Να θυμηθώ την χαραμάδα. Εκείνο το κενό μεταξύ ματιών και ψυχής που έφεγγε το μέλλον. Να θυμηθώ την χαραμάδα. Εκεί που ήταν ξημερώματα ακόμη κι ένα αγόρι 18 χρονών έκλαιγε με λυγμούς επειδή δεν είχε κάνει ποτέ του έρωτα και φοβόταν πώς θα ήταν. Και του είχα φιλήσει τα μάτια επειδή βέβαια δεν είχα πρόχειρες τις λέξεις «όλα», «θα πάνε», «καλά» στο στόμα μου. Ίσως επειδή τα χείλια μου ήταν προορισμένα να φιλούν κι όχι να μιλούν. Εξάλλου τα ρήματα απέχουν ένα σύμφωνο διαφορά. Και τα δάκρυά του είχαν σωπάσει στο φιλί. Κι έτσι έμαθε τον έρωτα. Μετά το αλατισμένο φιλί και πριν την ένταση του σώματος.
Να θυμηθώ την χαραμάδα. Εκεί που ήταν βράδυ πολύ, τόσο πολύ που έγινε μαύρος ο κόσμος. Και ένιωσα το αίμα να κυλά - πηχτό, ή ήταν ρευστό, ή ήταν ακίνητο όπως η καρδιά μου? Το αίμα σε διάφορα σημεία του κορμιού μου, μουδιασμένο από τη βία. Ήταν μαύρο βράδυ, αλλά θυμάμαι ακόμη το κόκκινο. Θυμάμαι την χαραμάδα στο νου που με κράτησε ζωντανή. Που επαναλάμβανα «θα τελειώσει, θα τελειώσει» κι όσο πρόσμενα το τέλος, τόσο μεγάλωνε η χαραμάδα. Μέχρι που φώτισε το μαύρο του σκότους κι ας άκουγα κάπου στο βάθος τη φωνή του αμέριμνη κι ανόητη να σιγοτραγουδά όσο έκανε ντους. Το αίμα απλωνόταν παντού με μια κίνησή μου, δεν ήθελε πολύ. Αλλά είχε τελειώσει κι έβλεπα ξανά το άσπρο.
Η χαραμάδα. Εκείνο το μεσοδιάστημα μεταξύ του ’72 και του 2011 που πέρασε στα αλήθεια μια ζωή. Θυμάμαι. Θυμάμαι, ακούς? Κάθε βόλτα των ματιών μου στον κόσμο, κάθε άγγιγμα, κάθε άνθρωπο που πέρασε. Ακούω μέσα μου τις φωνές όσων είναι ακόμη ζωντανοί στο μυαλό μου και δεν έχω καμφθεί, τουλάχιστον όχι θανάσιμα. Πέρα από το φόβο, το αίμα, τον πανικό του μετά; Τι μετά; Η χαραμάδα μου δείχνει πάντα τον τρόπο. Κι όσες φορές δεν την είδα, τόσες κι έσφαλλα.
Να θυμηθώ την χαραμάδα στο μέλλον. Εκεί που τίποτα δεν έχει γραφτεί και όλα μας περιμένουν να τα σχηματίσουμε. -