9.6.13

ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ


Τι μας περίσσεψε απ΄ το σκηνικό; Το κάθισμα και τ΄ άλλο κάθισμα, η απότομη στροφή του αέρα.

Ή, ας πούμε, ο μακαρίτης ήλιος με τα τζάμια του και τα πουλιά του.

Πως προχωρούμε και συγκατανεύουμε, ναι, θα συναντηθούμε κάποτε, θα σε θυμάμαι.

Ο,τι μετακινείται, ό,τι περνάει δίχως ν΄ ακούγεται, μόλις ακούγεται μέσα στις λέξεις.

Μεταστροφές, επαναλήψεις, χάσματα, η παραίτηση, προπάντων η παραίτηση.

Εκείνο που έφυγε δίχως να φύγει, ο τοίχος ανασαίνει, η πέτρα έχει σκιά, τ΄ αγκάθι έχει φεγγάρι,

ο φτωχός θησαυρός απροστάτευτος απ΄ τα δόντια του δάσους,

η μικρή ξεχασμένη κοιλάδα στη σκάφη της σιωπής, με μια στάλα μαύρο νερό.

Τι νομίζεις λοιπόν πως μας έχει απομείνει;


~ Τάκης Σινόπουλος

6.5.13

~Ανάσταση~

«Δε σ’ ακολουθώ πια» φώναξα, μα εκείνος μ’ έσπρωξε, το αμάξι κατρακύλησε μες στη νύχτα, πού πηγαίναμε; στις γωνιές, με μεγάλα κάτωχρα πρόσωπα, στέκανε οι Σιωπηλοί, μόλις προφταίναμε να παραμερίσουμε για να μη μας γκρεμίσουν,
κι οι οργανοπαίχτες που ακολουθούσαν, μισομεθυσμένοι, με την ψυχή τους απροστάτευτη απ’ τη βροχή, φορούσαν κάτι σταχτιά, στραπατσαρισμένα καπέλα, απ’ αυτά που βρίσκονται στον ουρανό, μαζί με τα παιδιά και τους σαστισμένους,
κι αυτό το κάθαρμα ο άμαξας προσπαθούσε να κρύψει μ’ ένα σάλι το βρόμικο μούτρο του, ενώ εγώ ήξερα πως ήταν εκείνος ο αλήτης, που μια νύχτα αρνήθηκα να πιω ένα ποτήρι μαζί του,
έπρεπε να ξεφύγω, γλίστρησα κρυφά και νοίκιασα ένα δωμάτιο σ’ ένα απόμερο ξενοδοχείο, μα όπως εκείνη τη νύχτα με μαστίγωνε η πόρνη, κι άκουγα τη θεία εκμυστήρευση, ήρθε και γονάτισε δίπλα μου,
τότε τον ακολούθησα, κι όπως βαδίζαμε, είδαμε άυπνο και χλωμό τον Σίμωνα τον Κυρηναίο, «πλαγιάζω στον τάφο και τρέμω, πως κάθε τόσο θα με ξανασηκώσουν» είπε λυπημένος,
γιατί αν χρειάζονταν κάποιον να βοηθήσει για το σταυρό, πάλι αυτόν θα συναντούσαν στο δρόμο.

Τάσος Λειβαδίτης