7.3.08

Ασλάνογλου





Ερείπια της Παλμύρας




Οσο περνά ο καιρός και κάνω ένα προχώρημα
βαθύτερο μες στην παραδοχή, τόσο καταλαβαίνω
γιατί βαραίνεις κι αποχτάς τη σημασία
που δίνουν στα ερείπια οι άνθρωποι. Εδώ που όλα
σκουπίζονται, τα μάρμαρα κι οι πέτρες κι η ιστορία
μένεις εσύ με την πυρακτωμένη σου πνοή για να θυμίζεις
το πέρασμα ανάμεσα στην ομορφιά, τη μνήμη
εκείνου που εσίγησε ανεπαίσθητα εντός μου
σφαδάζοντας στην ίδια του κατάρρευση κι ακόμα
τους άλλους που ανύποπτοι μες σε βαθύν ύπνο διαρρέουν

Οσο περνά ο καιρός και προχωρώ βαθύτερα
στο ακίνητο φθινόπωρο που μαλακώνει πλένοντας
με φως τα πεζοδρόμια, τόσο βλέπω
στη χρυσωμένη δωρεά του ήλιου μια εγκατάλειψη
για όσα περιμένω και δεν πήρα, για όσα
μου ζήτησαν κι αρνήθηκα μη έχοντας, για όσα
μοιράστηκα απερίσκεπτα και μένω
ξένος και κουρελιάρης τώρα

Μα όταν
μες στη θρυμματισμένη θύμηση αναδεύω
ερείπια, βρίσκω απόκριση βαθιά γιατί τα μάρμαρα
κι οι πέτρες κι η ιστορία μένουν για να θυμίζουν
το πέρασμά σου ανάμεσα στην ομορφιά - απόκριση
για όσα περιμένω και δεν πήρα

2.3.08

η θλίψη που δεν δαμάζεται

ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ


ΓΕΝΕΑ ΥΠΑΓΕΙ ΚΑΙ ΓΕΝΕΑ ΕΡΧΕΤΑΙ
Εκκλησιαστής





Ερασιτέχνης άνθρωπος είμαι
πόσο καλύτερα παράπονα να φτιάξω;

Έχει θαμπώσει. Νυχθημερόν το ψαχουλεύει
με τα βρωμόχερά του ο χρόνος. Θέλει γυάλισμα.
Βύθισέ το σε αραιωμένο οξύ της ανάκλησης
κι ύστερα μ’ ένα μαλακό φανελλένιο φωνήεν.

Μικρό αγγείο χάλκινο που σαν παγούρι μοιάζει
(για δυνάμωσε λίγο τον ήχο της παρομοίωσης
δεν ακούγεται καθόλου το νερό).

Αμφορέας λήκυθος αρύβαλλος θήκη
για αρώματα ή λάδι πριν το αγώνισμα
ν’ αλείφουν οι αθλητές τα σώματά τους
δεν έμαθα ποτέ την ονομασία του
ανοιχτή μου αφέθηκε η χρήση του
πάρ’ το είναι παλιό πολύ παλιό
απ΄το βυθό της θάλασσας βγαλμένο
είπες και μου το χάρισες
παραμονή που έφευγες ταξίδι ---
κι εγώ γιατί το πέρασα για όρκο;
Απ’ το βυθό παραμονής που θά΄φευγες.
Μήπως δακρυοθήκη;

Στο αγώνισμα --- για σώματα.

Σώματα; Για ξαναπές το. Σώματα.
Έχει θαμπώσει δεν ακούγεται. Ρώτα την αφή
Θυμάται πρόφερε ποτέ αυτή τη λέξη;
--- προσεκτικά συνδαύλισε, ξέρεις
η απορία ξαναθλίβει τους θανάτους.
Δεν βολιδοσκοπείς καλύτερα τα όνειρα;
Ξέρουν αυτά. Συμπράξαν στις ληστείες.

Ή μάλλον άσε τώρα
πού να φυτεύουμε νερό πάνω σε δάκρυα
.


(Από τη συλλογή Η Εφηβεία της Λήθης (σελ. 48-9), εκδ. ΣΤΙΓΜΗ - 1994)

Sylvia Plath tonight

Conversation Among the Ruins

Through portico of my elegant house you stalk
With your wild furies,
disturbing garlands of fruit
And the fabulous lutes and peacocks, rending the net
Of all decorum which holds the whirlwind back.
Now, rich order of walls is fallen; rooks croak
Above the appalling ruin; in bleak light
Of your stormy eye, magic takes flight
Like a daunted witch, quitting castle
when real days break.

Fractured pillars frame prospects of rock;
While you stand heroic in coat and tie, I sit
Composed in Grecian tunic and psyche-knot,
Rooted to your black look, the play turned tragic:
Which such blight wrought on our bankrupt estate,
What ceremony of words can patch the havoc?

28.2.08

Seneca - “While we are postponing, life speeds by.”


αυτό είναι, βλέπεις?

βρήκα φωτογραφία που στη χαρίζω.

ναι, εσένα. που χαμογελάς ήδη βλέποντάς την.
εγώ όταν σε δω ξανά, θα χαμογελάσω πάλι.

προς το παρόν, σου τα προσφέρω τα άστρα μαζί με πολλή πολλή αγάπη.
ελπίζω να σε φτάσει.