ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ
ΓΕΝΕΑ ΥΠΑΓΕΙ ΚΑΙ ΓΕΝΕΑ ΕΡΧΕΤΑΙ
Εκκλησιαστής
Ερασιτέχνης άνθρωπος είμαι
πόσο καλύτερα παράπονα να φτιάξω;
Έχει θαμπώσει. Νυχθημερόν το ψαχουλεύει
με τα βρωμόχερά του ο χρόνος. Θέλει γυάλισμα.
Βύθισέ το σε αραιωμένο οξύ της ανάκλησης
κι ύστερα μ’ ένα μαλακό φανελλένιο φωνήεν.
Μικρό αγγείο χάλκινο που σαν παγούρι μοιάζει
(για δυνάμωσε λίγο τον ήχο της παρομοίωσης
δεν ακούγεται καθόλου το νερό).
Αμφορέας λήκυθος αρύβαλλος θήκη
για αρώματα ή λάδι πριν το αγώνισμα
ν’ αλείφουν οι αθλητές τα σώματά τους
δεν έμαθα ποτέ την ονομασία του
ανοιχτή μου αφέθηκε η χρήση του
πάρ’ το είναι παλιό πολύ παλιό
απ΄το βυθό της θάλασσας βγαλμένο
είπες και μου το χάρισες
παραμονή που έφευγες ταξίδι ---
κι εγώ γιατί το πέρασα για όρκο;
Απ’ το βυθό παραμονής που θά΄φευγες.
Μήπως δακρυοθήκη;
Στο αγώνισμα --- για σώματα.
Σώματα; Για ξαναπές το. Σώματα.
Έχει θαμπώσει δεν ακούγεται. Ρώτα την αφή
Θυμάται πρόφερε ποτέ αυτή τη λέξη;
--- προσεκτικά συνδαύλισε, ξέρεις
η απορία ξαναθλίβει τους θανάτους.
Δεν βολιδοσκοπείς καλύτερα τα όνειρα;
Ξέρουν αυτά. Συμπράξαν στις ληστείες.
Ή μάλλον άσε τώρα
πού να φυτεύουμε νερό πάνω σε δάκρυα.
(Από τη συλλογή Η Εφηβεία της Λήθης (σελ. 48-9), εκδ. ΣΤΙΓΜΗ - 1994)
1 comment:
όταν ξεχνούμε την ποίηση, μας ξεχνά η ζωή.
Post a Comment